- συμφθάνω
- συμφθάνω [pron. full] [ᾰ],
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συμφθάνω — ΜΑ [φθάνω] 1. προφθαίνω, προλαβαίνω, συμβαδίζω («τῶν ταχυγράφων οὐ συμφθασάντων τῇ ῥύμῃ τοῡ λόγου», λεξ. Σούδα) 2. μτφ. έρχομαι, συμβαίνω αρχ. 1. (για πρόσ.) είμαι παρών 2. κατορθώνω, επιτυγχάνω … Dictionary of Greek
σύμφθασις — άσεως, ἡ, Μ [συμφθάνω] 1. σύμπτωση 2. άφιξη, ερχομός … Dictionary of Greek